βουρβουλιά

βουρβουλιά
η
1) овечий, козий помёт; 2) бот. низкорослый кустарник

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βουρβουλιά" в других словарях:

  • ράμνος — ο / ῥάμνος, η, ΝΜΑ (σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην τάξη ραμνώδη και περιλαμβάνει 150 περίπου είδη μικρών δέντρων ή θάμνων τών εύκρατων περιοχών τού βόρειου ημισφαιρίου, από τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»